Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να πουλάνε όπλα στην Ταϊβάν παραβιάζοντας κάθε συμφωνία
Του Jiang Chenglong
Πηγή: China Daily
Ο Λευκός Οίκος συνεχίζει να παραβιάζει τις συμφωνίες με την κινεζική κυβέρνηση
Με λιγότερο από έναν μήνα πριν την αποχώρηση του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Τζο Μπάιντεν από τον Λευκό Οίκο, η κυβέρνησή του ανακοίνωσε έναν ακόμη γύρο στρατιωτικής βοήθειας και πώλησης όπλων στην περιοχή της Ταϊβάν της Κίνας το περασμένο Σαββατοκύριακο, συνολικού ύψους άνω των 800 εκατομμυρίων δολαρίων. Ήταν ο 19ος γύρος τέτοιων πωλήσεων όπλων και βοήθειας προς την Ταϊβάν κατά τη διάρκεια της θητείας του Μπάιντεν. Λίγο αργότερα, το Υπουργείο Εξωτερικών και το Υπουργείο Άμυνας της Κίνας εξέφρασαν έντονη δυσαρέσκεια και υπέβαλαν αυστηρές διαμαρτυρίες προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τόνισαν ότι το ζήτημα της Ταϊβάν βρίσκεται στον πυρήνα των βασικών συμφερόντων της Κίνας και αποτελεί την πρώτη κόκκινη γραμμή που δεν πρέπει να παραβιαστεί στις σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον, ως μεγάλη δύναμη, έχει παραβιάσει τις επίσημες υποσχέσεις που έκανε πριν από περισσότερα από 40 χρόνια, επανειλημμένα.
Ιστορικές δεσμεύσεις
Το 1972, κατά την επίσκεψη του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον στην Κίνα, οι δύο πλευρές εξέδωσαν το Κοινό Ανακοινωθέν της Σαγκάης, δηλώνοντας σαφώς:«Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν ότι όλοι οι Κινέζοι, είτε βρίσκονται στη μία είτε στην άλλη πλευρά του Στενού της Ταϊβάν, υποστηρίζουν ότι υπάρχει μόνο μία Κίνα και ότι η Ταϊβάν αποτελεί μέρος της Κίνας. Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών δεν αμφισβητεί αυτή τη θέση». Τον Δεκέμβριο του 1978, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποδέχθηκε τις τρεις αρχές που πρότεινε η κινεζική κυβέρνηση ως προϋποθέσεις για την εγκαθίδρυση διπλωματικών σχέσεων: οι ΗΠΑ πρέπει να διακόψουν τις «διπλωματικές σχέσεις» με τις τοπικές αρχές της Ταϊβάν, να ακυρώσουν τη «Συνθήκη Αμοιβαίας Άμυνας» και να αποσύρουν τις αμερικανικές δυνάμεις από το νησί.
Την 1η Ιανουαρίου 1979, η Κίνα και οι ΗΠΑ εγκαθίδρυσαν επίσημα διπλωματικές σχέσεις. Το Κοινό Ανακοινωθέν για την Εγκαθίδρυση Διπλωματικών Σχέσεων που εκδόθηκε στα τέλη του 1978 δήλωνε: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αναγνωρίζουν την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως τη μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας. Στο πλαίσιο αυτό, ο λαός των Ηνωμένων Πολιτειών θα διατηρήσει πολιτιστικές, εμπορικές και άλλες ανεπίσημες σχέσεις με τον λαό της Ταϊβάν». Ωστόσο, μόλις τρεις μήνες μετά την έναρξη των διπλωματικών σχέσεων, το Κογκρέσο των ΗΠΑ ψήφισε τον λεγόμενο Νόμο Σχέσεων Ταϊβάν, ο οποίος στη συνέχεια υπογράφηκε σε νόμο από τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ. Με βάση αυτόν τον νόμο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ συνέχισε να πουλά όπλα στην Ταϊβάν και να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας, εμποδίζοντας την επανένωση του νησιού με την ηπειρωτική Κίνα. Για την αντιμετώπιση του ζητήματος των πωλήσεων όπλων των ΗΠΑ στην Ταϊβάν, η Κίνα και οι ΗΠΑ κατέληξαν σε συμφωνία μέσω διαπραγματεύσεων και εξέδωσαν το τρίτο κοινό ανακοινωθέν τους στις 17 Αυγούστου 1982, γνωστό ως Ανακοινωθέν της 17ης Αυγούστου. Σ’ αυτό, η κυβέρνηση των ΗΠΑ δήλωσε: «Δεν επιδιώκει να πραγματοποιήσει μια μακροπρόθεσμη πολιτική πωλήσεων όπλων στην Ταϊβάν, ότι οι πωλήσεις όπλων της στην Ταϊβάν δεν θα υπερβαίνουν, ούτε ποιοτικά ούτε ποσοτικά, το επίπεδο αυτών που παρασχέθηκαν τα τελευταία χρόνια από την εγκαθίδρυση των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας, και ότι προτίθεται να μειώσει σταδιακά την πώληση όπλων στην Ταϊβάν, οδηγώντας, με την πάροδο του χρόνου, σε μια τελική επίλυση».
Ωστόσο, σύμφωνα με απόρρητα έγγραφα της κυβέρνησης των ΗΠΑ που αποχαρακτηρίστηκαν το 2020, οι ΗΠΑ παρείχαν επίσης στις τοπικές αρχές της Ταϊβάν τις λεγόμενες Έξι Εγγυήσεις το 1982, οι οποίες περιλάμβαναν:
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν συμφωνήσει να ορίσουν ημερομηνία για τον τερματισμό της πώλησης όπλων στην Ταϊβάν».
Άλλα λένε, άλλα κάνουν
Τα τρία κοινά ανακοινωθέντα Κίνας-ΗΠΑ αποτελούν τη βάση των πολιτικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, με τον βασικό πυρήνα την αρχή της μίας Κίνας. Παρόλα αυτά, οι δεσμεύσεις των ΗΠΑ σε αυτά τα ανακοινωθέντα έχουν αντιφάσεις με τον Νόμο τψν Σχέσεων της Ταϊβάν και τις Έξι Εγγυήσεις, υπογραμμίζοντας τα διπλά πρότυπα της Ουάσιγκτον και υπονομεύοντας τη στρατηγική της αξιοπιστία, δήλωσε ο Zhong Houtao, ειδικός στα θέματα της Ταϊβάν στο Πανεπιστήμιο Διεθνών Σχέσεων στο Πεκίνο.
Για περισσότερα από 40 χρόνια, η κλίμακα και η πολυπλοκότητα των πωλήσεων όπλων των ΗΠΑ στην Ταϊβάν συνεχίζουν να αυξάνονται. Τα δημόσια δεδομένα δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ΗΠΑ έχουν πραγματοποιήσει πάνω από 120 πωλήσεις όπλων στο νησί, με συνολική αξία που ξεπερνά τα 70 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2022. Το 2019, η διοίκηση Τραμπ αποφάσισε να πουλήσει 66 μαχητικά αεροσκάφη και 75 κινητήρες στην Ταϊβάν, αξίας 8 δισεκατομμυρίων δολαρίων — πρόκειται για τη μεγαλύτερη μεμονωμένη πώληση όπλων στην περιοχή.
Το 2022, ο τότε εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών Wang Wenbin δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι ο «Νόμος Σχέσεων Ταϊβάν» και οι «Έξι Εγγυήσεις» επινοήθηκαν μονομερώς από τις ΗΠΑ και αντιβαίνουν στις αρχές των τριών κοινών ανακοινωθέντων Κίνας-ΗΠΑ και στους βασικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου, σημειώνοντας ότι η Κίνα αντιτάχθηκε σθεναρά σε αυτά από την αρχή.
Ηγεμονία και συμφέροντα
Ο Zhao Xiaozhuo, πρώην ερευνητής του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, δήλωσε ότι η μονομερής επιβολή του «Νόμου των Σχέσεων της Ταϊβάν» και των «Έξι Εγγυήσεων» από τις ΗΠΑ αντικατοπτρίζει πλήρως την ηγεμονική πρακτική της δικαιοδοσίας μεγάλης εμβέλειας.
Σημείωσε ότι η πολιτική των ΗΠΑ για την Ταϊβάν ήταν πάντα συνδεδεμένη με τον συνολικό ορισμό των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ, που πλέον έχει οριστεί ως στρατηγικός ανταγωνισμός. «Η Ταϊβάν είναι ένα μοναδικό χαρτί σε αυτόν τον ανταγωνισμό — κανένα άλλο δεν μπορεί να το αντικαταστήσει», είπε. «Όταν οι σχέσεις Κίνας-ΗΠΑ είναι καλές, το χαρτί της Ταϊβάν μπαίνει στην άκρη. Όταν οι σχέσεις επιδεινώνονται, η Ταϊβάν γίνεται βασικός μοχλός για τις ΗΠΑ». Επιπλέον, ο Zhong ανέφερε ότι οι συνεχείς πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ στην Ταϊβάν έχουν στόχο τη διατήρηση της αμερικανικής επιρροής στο Στενό της Ταϊβάν, τη διατήρηση της ισχύος των ΗΠΑ στην περιοχή και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εγχώριας στρατιωτικής-βιομηχανικής τους δομής. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια ισότιμη ανταλλαγή, αλλά μάλλον «οι ΗΠΑ κυριαρχούν, ενώ η Ταϊβάν υποτάσσεται», δήλωσε. «Στις συμφωνίες όπλων μεταξύ των ΗΠΑ και του νησιού, η Ταϊβάν δεν έχει πραγματικά λόγο για το τι πωλείται, τι όχι, πότε πωλείται ή πώς πωλείται», ανέφερε ο Zhong.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης, φέτος η Αμερικανική Υπηρεσία Λογοδοσίας κατηγόρησε τη Raytheon, θυγατρική της αμερικανικής αμυντικής εταιρείας RTX, για απάτη στην πώληση πανάκριβων όπλων στην Ταϊβάν, η οποία αγόρασε το σύστημα πυραύλων Patriot το 2013 και συστήματα ραντάρ το 2017 από την εν λόγω εταιρεία. Σε απάντηση, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου τον Οκτώβριο, ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Άμυνας της Κίνας Wu Qian δήλωσε ότι αυτές οι αποκαλύψεις είναι μόνο «η κορυφή του παγόβουνου».
«Τα τελευταία χρόνια, οι αρχές του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος της Ταϊβάν έκαναν τα πάντα για να κολακέψουν τον ‘Αμερικανό αφέντη’ τους, γεγονός που μόνο σπατάλησε τα χρήματα που κέρδισαν με κόπο οι πολίτες της Ταϊβάν. Είναι προφανές ότι αυτό που αγόρασαν είναι κομμάτια παλιοσίδερου που ωφέλησαν μόνο διεφθαρμένους αξιωματούχους και εμπόρους όπλων. Υπάρχει αυξανόμενη αντίθεση και δυσαρέσκεια από τον τοπικό λαό», δήλωσε ο Wu. Είπε ότι «ουρανοκατέβατες τιμές και ξεπερασμένες λειτουργίες» είναι δύο χαρακτηριστικά των πωλήσεων όπλων των ΗΠΑ στην Ταϊβάν.
«Στα μάτια των Αμερικανών, μόνο τα αμερικανικά συμφέροντα έχουν σημασία. Η ‘ανεξαρτησία της Ταϊβάν’ δεν οδηγεί πουθενά, και οι εξωτερικές δυνάμεις δεν είναι αξιόπιστες. Όσοι επιδιώκουν να ‘βασιστούν στις ΗΠΑ για να επιδιώξουν την ανεξαρτησία’ θα βρουν την καταστροφή τους», είπε ο εκπρόσωπος. Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, το Υπουργείο Εξωτερικών της Κίνας ανακοίνωσε αντίμετρα εναντίον 13 αμερικανικών αμυντικών εταιρειών και των στελεχών τους που εμπλέκονται στις πρόσφατες πωλήσεις όπλων της κυβέρνησης των ΗΠΑ στην Ταϊβάν. Ήταν η όγδοη φορά φέτος που η Κίνα έλαβε τέτοια μέτρα κατά των ΗΠΑ για τις πωλήσεις όπλων στην περιοχή. Ο Zhong σημείωσε ότι οι συνεχείς πωλήσεις όπλων των ΗΠΑ στην Ταϊβάν στέλνουν λάθος μήνυμα στις αυτονομιστικές δυνάμεις της Ταϊβάν και αποτελούν σημαντική απειλή για τη γενικότερη σχέση Κίνας-ΗΠΑ. «Αυτό επίσης ενέχει μεγάλους κινδύνους για την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού και σε όλο τον κόσμο», είπε.
Copyright © Λαϊκή Καθημερινή Online. Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος.